- ὦφλε
- ὀφλισκάνωbecome a debtoraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὦφλ' — ὦφλε , ὀφλισκάνω become a debtor aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείωμα — μείωμα, τὸ (Α) [μειώ] 1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή 2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.) … Dictionary of Greek